Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

Κάτσε κι άκου...

...την ώρα που δεν υπάρχει,
ψάχνω.
Ουτοπία η αναζήτηση, κι όμως...
Είναι φορές που το άρωμα με ξυπνά,
κάτι νύχτες μοναχικές.
Και η μύτη μου κουνιέται σαν ουρά σκύλου...
κυνηγάω το κόκαλο.
Και γελάω, γελάω
μέχρι που τα δάκρυα παίρνουν ζωή δική τους,
ποιος με κούνησε,
Δεν ξέρω...
[ψέμα]
Μου λεω ψέματα και τα τρωω
λαίμαργα.
Τα φτύνω μόλις χάνουν την γεύση τους.
Και τις παραμυθένιες αυγές,
εκείνες που το κρύο μ’ αγκαλιάζει
καθώς στα χείλη απλώνεται χαμόγελο δειλό
που θεριεύει
[αν θέλω]
και με σηκώνει ψηλά, κοντά στον ήλιο
καίγομαι μα δεν με νοιάζει,
δεν με νοιάζει γιατί
αντέχω.
Και οι στάχτες μου ξέρουν να γεννάνε.
Ναι.
Περήφανα στέκει η σκιά μου
-και καμιά φορά την αφήνω πίσω ν’ αναρωτιέται αν ονειρεύεται-
αδύναμο το χέρι σκληρό σκαλίζει τον κήπο
και οι στάλες της βροχής δίνουν ζωή στους
σπόρους
που ανέμελα πετάχτηκαν
σε στιγμές που πέρασαν ανύποπτες.
Φρούρια στην άμμο κι αν έχτισα
το μυαλό μου ήταν στο κύμα.
Όχι.
Δεν ξέρω να υπολογίζω...
Χώνομαι με τη μούρη
και το στραπατσάρισμα έχει τη γλύκα του
όταν μετά από καιρό το χαϊδεύεις.
Το ίδιο και το χαστούκι.
Κι αν γύρισα το μάγουλο πολλές φορές
Ε και...
Τι έγινε;
Μου αρέσει η ισορροπία στο κοκκίνισμα.
Βρήκα ποτέ το ζητούμενο;
Αναρωτιέμαι; Μπα...
Αφού το ξέρω ότι τ’ αγγίζω...
στα δάκτυλά μου η μυρωδιά είναι ποτισμένη.
Μα τα μάτια μου,
[με βλέπω]
πάντα θα έχουν μια θλίψη...
μου πάει, ειδικά όταν γελάω.
Προσδίνει την ιδιαίτερη εκείνη γεύση
που τρελαίνει...
Κι αν γλιστράω στην κατάθλιψη
-τι όμορφη τσουλήθρα-
είναι απλά για να πεταχτώ προς τα πάνω...
Κι η ταχύτητα είναι ασύλληπτη
τα σύννεφα περνούν και χάνονται σε μια ανάσα
[συνήθως]
μα είναι και φορές που ρουφάω το σύννεφο και μαζί μου το κουβαλάω για πάντα.
Ίσως γι’ αυτό να νοιώθω πάντα ότι έχω τη γεύση τ’ ουρανού
μέσα μου.
Και είναι στη θάλασσα, αιώνια ερωμένη,
εκεί είναι που γλιστράω με χάρη αξιοσημείωτη
[άνεση μυστήρια]
νοιώθω δελφίνι
και θέλω να χαθώ για πάντα στο απύθμενο μπλε
να χορεύω αιώνια ανάμεσα στα κύματα
και να πηδάω πότε-πότε να ρουφάω τα σύννεφα.
Μπερδεύομαι και νοιώθω στοιχειό και ξωτικό
[ναι, συχνά]
φυλακισμένο σε μια διάσταση που κλυδωνίζεται από έλλειψη
ελευθερίας.
Εγώ είμαι ένα τίποτα
κι όμως είμαι τα πάντα
κι άντε να βγάλεις ζουμί μετά από τόσο βράσιμο...
[γελάω]
ο ήχος μου μουσική μπλέκεται με τη θύμηση
όλων εκείνων που χαρά μου χάρισαν
χωρίς να ζητήσουν τίποτα
[τους αγαπάω αιώνια]
μα είναι και λίγοι μετρημένοι στα δάκτυλα
[ενός χεριού]
που μου έδειξαν ότι υπάρχει το όνειρο!
[κατάρα ή ευλογία;]
αυτούς τους λατρεύω με δέος.
γιατί οι ίδιοι ήταν που το γκρέμισαν...
Και στέκομαι στην άκρη του γκρεμού συχνά
ο ίλιγγος δε με πειράζει.
Η θέα είναι τόσο μαγευτική που
αξίζει
να χτυπήσει η καρδιά λίγο παραπάνω.
Γυρίζω, γυρίζω και στέκομαι λαχανιασμένος
αναμαλλιάρης
με βλέμμα που καιει
πυρετός και παραμιλητό
παραλήρημα; Ίσως...
Εθίζομαι και πολεμάω την εξάρτηση.
Χορεύω σε ρυθμούς διονυσιακούς
[είναι μέσα μου]
και το κορμί μου μόνο του πορεύεται
Ξέρει.
Παίρνει δική του ζωή
η σκέψη μου διασκεδάζει κοιτώντας
καθισμένη πάνω στα...
[γελάω ξανά]
Έτσι εύκολα νομίζεις θα μάθεις;
και ποιος να χάθηκε ανάμεσα σε σελίδες
ποτέ δεν έμαθα...
Την καύτρα κοιτώ που τσιρίζει
καθώς καίγεται
[όπως κι εγώ]

13/02/03

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου