Πόσες φορές μύρισες
Την ανάμνηση της μακρινής ακτής...
Να ‘ρχεται πετώντας πάνω από
τη σκοτεινή πόλη.
Να τρυπώνει μέσα από αμπαρωμένες πόρτες,
εκείνες που σε φυλάνε -νομίζεις- από την
ζωή που φτιάχνεις.
Να σε γυροφέρνει ακάθεκτη
ενώ κυλιέσαι σε παχουλά χαλιά...
Τα ρουθούνια σου τινάζονται,
σε φαγουρίζουν και τα
νύχια σου ξέσκισαν την σάρκα που
θυμάται...
Ύστερα κοιτιέσαι στο καθρέφτη.
Μα το μάτι σου επικίνδυνα θολό
από την υστερία που όσο κι αν
κλωτσάς, πάντα σε κυριεύει...
Ειδικά όταν δεν πρέπει.
Μα τα πρέπει σου είναι περίεργα
δομημένα και χτισμένα
γύρω από μια συνείδηση
φυτεμένη περίτεχνα.
Όσο για την διαίσθηση,
χάθηκε κάτω απ’ τα
σερβιρισμένα γεύματα.
Τι βολικό...
Τελικά βρίσκεσαι στα γόνατα,
ανάσα που χαϊδεύει το πάτωμα
χέρια μπλεγμένα, τραβάνε μαλλιά
κραυγές ξεχύνονται, τρέμεις...
Και η σιωπή που σε καβαλάει απρόσμενα,
άδεια, απελπιστικά κενή, σε κομματιάζει
σαδιστικά αργά...
Ιδρώνεις, μα δε ξεπλένετε έτσι
η προσβολή του είναι σου.
Σφαλιστά μάτια, μα σε τσουρουφλίζει
το απαίσιο είδωλο που σου ‘φτυσε
ο καθρέφτης, σπασμένος πολλές φορές
από απελπισία...
27/02/03
Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου