Αφήνιασαν οι άρπαγες του ονείρου...
Όρμησαν αλλόφρονες
να ξεσκίσουν τα πέπλα τα αραχνοΰφαντα.
Καμωμένα από δάκρυ και γέλιο
ανήμπορα,
ανεμίζουν σε ανέμους γεννημένους από πνευμόνια βρώμικα.
Κι έπειτα ...σιωπή...βαριά και πηχτή σα μέλι.
Μα, κι αν έφυγε ο ήχος,
ακόμα πλανάται μια μυρουδιά μελωδίας.
Από μόνη της ,δεν μπορεί να δώσει παλμό σε χορδές ακίνητες και σκονισμένες.
Μάταια ο ήλιος σκορπάει ακτίνες ζωογόνες.
Είναι η ώρα, που η σελήνη κοιμάται.
Και προσδοκά η ελπίδα
να γεμίζει από ασήμι ρευστό το πεδίο δράσης.
Κι όμως η αυλαία μένει ακλόνητη, κλειστή και πένθιμα χρωματισμένη.
Μεγαλοπρέπεια τυλίγει την αίθουσα,
που άλλοτε σειόταν από ήχους έκστασης.
Επόμενο ήταν να ξεχυθεί μια μελαγχολική γεύση στο στόμα που έτρεφε το νέκταρ.
Η γλώσσα παραμένει ακίνητη.
Ο αέρας δε στριφογυρίζει.
Καυτό το λιοπύρι.
Η δροσιά της νύχτας βάλσαμο.
20/07/04
Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου